ἕπονται

ἕπονται
ἕπομαι
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • ГАЛЕН —     ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ.     Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… …   Античная философия

  • повелѣныи — (361) прич. страд. прош. 1.Прич. страд. прош. к повелѣти в 1 знач.: тамо ѡбою вести повелѣно ѥмѹ бы(с). (προσετέτακτο) ЖФСт к. XII, 137 об.; шьдъ же архиди˫аконъ ˫ако и повелѣно ѥмѹ бысть. надъ гробъмь брата прочьте хартию. имѹщюю мл҃твѹ. КЕ XII …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • πρόρριψη — η, Ν [ρίψη] ρίψη προς τα εμπρός ή ρίψη πριν από άλλους που έπονται …   Dictionary of Greek

  • συνακροώμαι — άομαι, ΜΑ [ἀκροῶμαι] ακούω κάποιον μαζί με άλλους (α. «παρὰ τῷ ἰδίῳ καταδικαζέσθωσαν μητροπολίτῃ, συνακροωμένων δύο ἐπισκόπων τῆς συνόδου», Αθαν. Σχολαστ. β. «ξένοι τινὲς ἕπονται καὶ ξυνακροῶνται», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”